- κατακάνα
- Είδος ιαπωνικής γραφής, προερχόμενης από τους παλιούς ιδεογραφικούς μονοσύλλαβους φωνητικούς χαρακτήρες της κινεζικής γραφής. Πρόκειται για ευανάγνωστη παραλλαγή της επίσημης χιραγάνα, μαζί με την οποία αναπτύχθηκε κατά τον 7o και τον 8o αι. μ.Χ. Χρησιμοποιείται συνήθως σε κείμενα γραμμένα με τη χιραγάνα, εκεί όπου πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα μια λέξη ή φράση, ενώ αντιστοιχεί κατά κάποιον τρόπο στους κυρτούς χαρακτήρες (στοιχεία Λειψίας) των ευρωπαϊκών εντύπων. Οι Ευρωπαίοι γραφολόγοι μπόρεσαν να διαβάσουν την κ. νωρίτερα απ’ ό,τι τη χιραγάνα, γι’ αυτό οι Ιάπωνες τη χρησιμοποιούν για να είναι τα γραπτά τους κατανοητά στους Ευρωπαίους.
Dictionary of Greek. 2013.